Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ

Οι χαμένες πατρίδες δεν ήταν πάντοτε ένας από τους τόπους του νεοελληνικού εθνικισμού. Στην ιδεολογία της παλιάς Δεξιάς, η παράδοση ήταν αντιπροσφυγική: «Η μικρά αλλ' έντιμος Ελλάς». Επομένως, «το αίμα των Ελλήνων δεν ρέει διά να χύνεται εις την απωτάτην Μικρασίαν» (Γ. Βλάχος, 1922). Οι Μικρασιάτες ούτε ενδιέφεραν ούτε θεωρούνταν μέλη του εθνικού σώματος. Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, όμως, οι χαμένες πατρίδες αποτελούσαν πράγματα χειροπιαστά, αισθήματα, όχι ιδεολογία. Το σπιτικό, ο γενέθλιος τόπος, το βιος που έμεινε πίσω, και ό,τι μπορούσαν να σημαίνουν για τον καθέναν αυτά. «Φεύγοντας, ξέχασα τα παράθυρα ανοιχτά» έλεγε ανησυχώντας, τα πρώτα χρόνια, μια Μικρασιάτισσα. Να, η χαμένη πατρίδα.
Με τον καιρό, και με βάσανα, οι πρόσφυγες τα κατάφεραν. Κάτω από τα προστατευτικά φτερά του Βενιζέλου στην αρχή, αυτονομήθηκαν πολιτικά σιγά σιγά, με την πλειοψηφία τους προς το Κέντρο και την Αριστερά. Εκεί, περί τη δεκαετία του 1960, όταν η πολιτική, η δημοκρατική, συνοδευόταν από μια άλλη πολιτισμική πρόταση, διαφορετική από αυτήν της Δεξιάς, όταν οι πρώτες αναμνήσεις από τη Μικρασία άρχισαν να δημοσιεύονται, τότε, στις εκδηλώσεις στις προσφυγογειτονιές, άρχισε να γίνεται λόγος για τις «χαμένες πατρίδες». Από τη συζήτηση στο καφενείο και τις αυλές, στο μικρόφωνο και στο πάλκο. Τα βιώματα άρχισαν να γίνονται ιδεολογία. Αν οι χαμένες πατρίδες, στην πρώτη γενιά, χρωματίζονταν με νοσταλγία, αν η δεύτερη γενιά προσπαθούσε να ξεχάσει για να ριζώσει στη νέα πατρίδα, η τρίτη γενιά τις χρωματίζει με συγκρουσιακό πνεύμα, που προήλθε εν μέρει από τον σχηματικό τρόπο που η εκπαίδευση παρουσιάζει τα πράγματα, εν μέρει από την αναζωπύρωση αυτής της εμπειρίας μετά τα κυπριακά γεγονότα του 1974, και την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Και, ως γνωστόν, η ιδεολογία μεταπλάθεται.
Ο καημός της προσφυγιάς και της ρωμιοσύνης έγινε εθνικολαϊκή ιδεολογία στο ΠαΣοΚ. Και όταν τα λαϊκά αισθήματα έγιναν λαϊκισμός, και όταν ο παλιός λαός διαλύθηκε σε μυριάδες μικρά και μεγάλα συμφέροντα, η εθνικολαϊκή ιδεολογία έγινε εθνο-εθνική, στρατηγική για εξουσία. Η αναδιατύπωση του εθνικισμού μετά το 1989 ήταν ένας αγώνας δρόμου. Ποιος θα προλάβει να βάλει τα σύμβολά του πάνω στον βωμό. Το αστέρι της Βεργίνας, η Παναγία του Σουμελά, η Νεο-ορθοδοξία, τα Ιμια, λίγος Σεφέρης για την Κύπρο, τα τραγουδάκια των κατηχητικών, η απολύτρωση της Βορείου Ηπείρου, ο γλωσσικός καθαρισμός και η επιστροφή στις ρίζες, ο «οικουμενικός ελληνισμός», μια δόση αντι-ευρωπαϊσμού και αντιαμερικανισμού, ο Μεγαλέξανδρος, ο Μακρυγιάννης και ο Αρης, η «πολεμική αρετή των Ελλήνων», η πολεμική ετοιμότητα και το πρώτο πλήγμα, και άλλα πολλά σύμβολα διαγκωνίσθηκαν για μια θέση στο νέο εθνικό πάνθεον του τέλους του αιώνα. Μαζί και οι «χαμένες πατρίδες», που έγιναν «αλύτρωτες».
Είναι λάθος όμως να τα περιφρονούμε όλα αυτά μόνο σαν ιδεολογία, σαν ψευδή συνείδηση. Γιατί μαζί με την απάτη συνυπάρχει η άδολη αυταπάτη. Πάνω στη δεύτερη ακουμπάει η πρώτη. Οσο και αν μερικές φορές μοιάζει με τη δουλειά του Σίσυφου, η υπομονετική εξήγηση χρειάζεται. Ας δούμε λοιπόν το πρόβλημα των «χαμένων πατρίδων».
Το 1922, ο μεγάλος ιστορικός Arnold Toynbee, που τότε κατείχε την έδρα των ελληνικών σπουδών στο Λονδίνο, έγραψε το βιβλίο «The Western Question in Greece and Turkey» (Το Δυτικό Ζήτημα στην Ελλάδα και την Τουρκία). Το βιβλίο αναφερόταν σε όσα συνέβαιναν τότε στη Μικρασία και στην Ανατολική Θράκη: πόλεμος, βία, σφαγές, εκπατρισμοί. Δεν πρόκειται για σπασμούς του «Ανατολικού ζητήματος» έγραφε ο Τόυνμπι, αλλά για την επέκταση στην ανατολή του «Δυτικού ζητήματος», δηλαδή των αρχών με τις οποίες συγκροτήθηκε το έθνος - κράτος στη Δυτική Ευρώπη.
Ξεχνούμε τους άλλους
Σε μια περιοχή όπου οι διάφορες εθνότητες ζούσαν αναμεμειγμένες σαν τα άνθη των αγρών, όπως ήταν η Ανατολική Ευρώπη και η Ανατολική Μεσόγειος, τρεις ήταν οι τρόποι για να συμπέσουν τα όρια του κράτους με αυτά του έθνους, κατά το παράδειγμα της Δυτικής Ευρώπης. Η μια ήταν η φυσική εθνοκάθαρση και η σφαγή. Την πλήρωσαν τότε οι Αρμένιοι, αλλά και Ελληνες, κυρίως του Πόντου. Λύση φρίκης. Η άλλη ήταν η παραχώρηση μειονοτικών δικαιωμάτων. Η λύση αυτή εφαρμόσθηκε κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη. Στον Μεσοπόλεμο, ένας πληθυσμός 25 εκατομμυρίων ανθρώπων ζούσε σε μειονοτικό καθεστώς, από τις βαλτικές χώρες ως τα Βαλκάνια. Δημοκρατική λύση, αλλά αποδείχθηκε θνησιγενής. Οχι μόνο γιατί τα δικαιώματα παραβιάζονταν, αλλά γιατί στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ολοκαύτωμα, στην περίπτωση των Εβραίων, των σλαβικών πληθυσμών και των Τσιγγάνων, οι εκπατρισμοί, στην περίπτωση των γερμανικών πληθυσμών της Ανατολικής Ευρώπης, ολοκλήρωσαν σχεδόν την εθνοκάθαρση ή τον εθνολογικό διαχωρισμό. Τέλος, η τρίτη λύση ήταν ο υποχρεωτικός εκπατρισμός και η ανταλλαγή των πληθυσμών. Εφαρμόσθηκε, πρώτη φορά, ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία το 1919 (Συνθήκη του Νεϊγύ) και το 1923 ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (Συνθήκη της Λωζάννης). Λιγότερο αιματηρή, από την πρώτη, η τρίτη λύση δεν ήταν εντελώς αναίμακτη. Θέρισαν οι ένοπλες συμμορίες, θέρισε η χολέρα, η ελονοσία, η φθίση, οι κακουχίες. Η φράση «το βιος που αφήσαμε πίσω» τα λέει όλα: όχι μόνο υλικά αγαθά, αλλά και την αγάπη του γενέθλιου τόπου και τρόπου, ένα μέρος της προσωπικότητας. Γιατί προσφυγιά σημαίνει αλλαγή προσωπικότητας, ταυτότητας το λέμε σήμερα. Οι τουρκόφωνοι χριστιανοί έγιναν Ελληνες, και οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Κρήτης και άλλων περιοχών έγιναν Τούρκοι. Μόλις την τελευταία στιγμή γλίτωσαν από την ανταλλαγή οι αραβόφωνοι χριστιανοί από τις νοτιοανατολικές εσχατιές της Τουρκίας. Η ανατολική βαρβαρότητα λοιπόν ήταν η σκοτεινή πλευρά του δυτικού πολιτισμού.
Συχνά, όμως, μιλώντας για τις δικές μας χαμένες πατρίδες, ξεχνούμε τις χαμένες πατρίδες των άλλων. Στην Τουρκία, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες δεν έφθασαν μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από τη Γιουγκοσλαβία, και από τη Βουλγαρία, και από τη Ρουμανία, και από τη Νότια Ρωσία και από τη Γεωργία. Αν ο Βενιζέλος ευτύχησε να δει την πατρίδα του την Κρήτη να περιλαμβάνεται στην ελληνική επικράτεια, για τον Κεμάλ, η Θεσσαλονίκη ήταν μια χαμένη πατρίδα. Σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της τουρκικής ηγεσίας καταγόταν από τα Βαλκάνια. Εκεί, χτυπούσε η καρδιά της παλιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας, από εκεί ξεκίνησαν οι δυνάμεις που την έκαναν Τουρκία. Και δεν είναι μόνο οι Ελληνες και οι Τούρκοι που έχουν χαμένες πατρίδες, αλλά και οι Βούλγαροι και οι Εβραίοι, και ακόμη οι σλαβομακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες που δεν μπορούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα γιατί στερούνται ιθαγένειας, και άλλοι ακόμη. Ολος αυτός ο κόσμος που αναγκάσθηκε να διασχίσει σύνορα στους πολέμους του αιώνα. Ούτε έχει καμιά σημασία το επιχείρημα ποιοι κατοικούσαν πρώτοι έναν τόπο και ποιοι ήρθαν δεύτεροι, για ποιους θεμελιώνεται το δικαίωμα της χαμένης πατρίδας και για ποιους όχι. Ανθρωποι που κατοικούσαν επί 12 γενιές έναν τόπο, δεν έχουν το δικαίωμα να τον θεωρούν πατρίδα τους;
Η νοσταλγία της ουτοπίας
Είναι θεμιτό να καλλιεργείται η νοσταλγία των χαμένων πατρίδων; Πιστεύω πως είναι. Οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να γνωρίσουν τις ρίζες τους, που έζησαν οι πρόγονοί τους, τους τόπους και τα ιερά τους. Κάθε χρόνο, χιλιάδες Αμερικανοί σκορπίζονται στην Ευρώπη, ψάχνοντας σε ληξιαρχικά και ενοριακά αρχεία τους μακρινούς τους προγόνους. Γιατί όχι οι Βαλκάνιοι; Αλλά ακόμη και αν υποθέσουμε (εντελώς φανταστικά) πως σήμερα θα μπορούσε να δοθεί το δικαίωμα της ελεύθερης επανεγκατάστασης, ποιος θα άφηνε την Καλαμαριά και τη Νέα Ιωνία, τη Νέα Πέραμο και τη Νίκαια, για να επιστρέψει στην Τραπεζούντα και τη Σαμψούντα, στη Σμύρνη και την Καππαδοκία; Οι άνθρωποι απέκτησαν πια νέες πατρίδες, άλλαξαν επάγγελμα και τρόπο ζωής, πολλοί δοκίμασαν και την εμπειρία της μετανάστευσης στη Γερμανία. Η αγάπη και η νοσταλαγία για τις χαμένες πατρίδες έχει πια συναισθηματικό χαρακτήρα. Αλλά και χαρακτήρα μάθησης, και ψυχοθεραπευτικό. Σε όλο σχεδόν τον κόσμο, η αγάπη για τις ρίζες, η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τις ταυτότητες είναι ισχυρό. Αλλού συνδέεται με την άνεση που δίνει η ευμάρεια και εντάσσεται στο στυλ ζωής, αλλού είναι αντίσταση στην ισοπέδωση της παγκόσμιας εμπορευματικής κουλτούρας. Εμπορευματοποιείται βέβαια και η ίδια η νοσταλγία, και προπαντός μετατρέπεται σε πολιτικό κεφάλαιο.
Ανάμεσα στα αισθήματα και την ιδεολογία, οι χαμένες πατρίδες μπορούν να γίνουν είτε βάραθρα εχθρότητας είτε γέφυρες φιλίας και αλληλοκατανόησης. Γιατί όχι το δεύτερο; Πριν από κάποια χρόνια, ηλικιωμένοι άνθρωποι της πρώτης γενιάς προσφύγων διοργάνωναν εκδρομές στους γενέθλιους τόπους. Αυτές οι εκδρομές ήταν βαθιά θεραπευτικές για τα τραύματά τους. Επέστρεφαν με ήρεμη μελαγχολία, αλλά όχι με μίσος. Καθώς παρέρχεται η πρώτη γενιά, η δεύτερη μπορεί να κάνει ακόμη περισσότερα. Και πρώτα πρώτα, την κοινή συνεξέταση της προσφυγικής εμπειρίας. Αλλά αν απαιτούμε οι άλλοι, οι απέναντι, να είναι ανοιχτοί σε εμάς, θα πρέπει να δείξουμε αμοιβαιότητα. Αν θέλουμε να συντηρηθεί και ξαναλειτουργήσει η Παναγία Σουμελά στον Πόντο δεν θα πρέπει να προσφερθούμε να αποδώσουμε ένα από τα τζαμιά της Θεσσαλονίκης στην πατροπαράδοτη λατρεία του; Βέβηλα ή αυτονόητα τα ερωτήματα αυτά;
Γιατί να μη συναδελφωθούν οι πόλεις και τα χωριά που δέχθηκαν αμοιβαία πρόσφυγες; Γιατί και από τις δύο πλευρές να μη διοργανωθούν κοινές συναντήσεις γνωριμίας, ή άλλες, όπου ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες θα συζητήσουν τις εμπειρίες κοινής συνεργασίας και συμβίωσης, τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες αναπτύχθηκε η αντιπαλότητα, τις περιπέτειες της μνήμης, για το πώς η ατομική μοίρα επιβίωσε μέσα από τα σαρωτικά κύματα της Ιστορίας, για τα τραύματα που υπέστη, για τον τρόπο που τα επουλώνει; Στο κάτω κάτω, αν δεν είναι οι κοινωνίες που θα αποκλιμακώσουν την ένταση ανάμεσα στα κράτη, ποιος περιμένουμε να το κάνει;
Ουτοπικά, θα πείτε όλα αυτά. Περισσότερο όμως ουτοπικά από εκείνες τις κραυγές τον Δεκαπενταύγουστο για την πορεία του Αρχιεπισκόπου «επικεφαλής του Ελληνισμού» με «τα όπλα τα ιερά», και το φρικτό «η πολιτσμένη Δύση και η βάρβαρη Ανατολή»; 'Η λιγότερο χριστιανικά; Αλλά δεν είναι αυτό το διακύβευμα, σήμερα. Το κακό ήταν πάντοτε «μπανάλ» έλεγε η Χάννα Αρεντ. Επείγει σήμερα να την θυμηθούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: